- δικαστικός
- -ή, -ό (AM δικαστικός, -ή, -όν) [δικαστής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δίκη, δικαστή ή δικαστήριονεοελλ.1. φρ. «δικαστικός αντιπρόσωπος» — αντιπρόσωπος τής δικαστικής αρχής στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές2. το αρσ. ως ουσ. ο δικαστικόςο δικαστικός λειτουργός σε οποιαδήποτε βαθμίδα τής ιεραρχίαςαρχ.1. ο έμπειρος σε δίκες και νόμους2. το θηλ. ως ουσ. η δικαστικήτο έργο, η ασχολία τού δικαστή3. το ουδ. ως ουσ. το δικαστικόνο μισθός, η αμοιβή τού δικαστή.
Dictionary of Greek. 2013.